εσωτερικός

εσωτερικός
η , ό[ν]
1) внутренний;

εσωτερικό ένδυμα — нижнее бельё;

εσωτερική κατάσταση — внутреннее положение;

εσωτερικες αιτίες — внутренние причины;

εσωτερική αγορά — внутренний рынок;

εσωτερικο εμπόριο — внутренняя торговля;

εσωτερικες υποθέσεις — внутренние дела;

εσωτερική δύναμη — внутренняя сила;

υπουργείον εσωτερικων — министерство внутренних дел;

φάρμακο εσωτερικό — или χρήση εσωτερική — внутреннее (о средстве, лекарстве);

γιά εσωτερική χρήση — а) для внутреннего пользования; — б) для внутреннего употребления (о лекарстве);

εσωτερικές παθήσεις — внутренние болезни;

εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);

§ εσωτερικός μαθητής — ученик интерната;

εσωτερικός ιατρός — интерн


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "εσωτερικός" в других словарях:

  • εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… …   Dictionary of Greek

  • εσωτερικός — ή, ό 1. αυτός που είναι μέσα, όχι έξω, αυτός που προορίζεται για εσωτερική χρήση: Εσωτερικός κανονισμός σχολείου. 2. το ουδ. ως ουσ., εσωτερικό η περιοχή χώρας που ορίζεται από τα σύνορα, αλλ. ημεδαπή (αντίθ. εξωτερικό): Καπνά για το εσωτερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐσωτερικά — ἐσωτερικός inner neut nom/voc/acc pl ἐσωτερικά̱ , ἐσωτερικός inner fem nom/voc/acc dual ἐσωτερικά̱ , ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτερικῶν — ἐσωτερικός inner fem gen pl ἐσωτερικός inner masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτερικόν — ἐσωτερικός inner masc acc sg ἐσωτερικός inner neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαλυπτόλη — Εσωτερικός αιθέρας της τερπίνης. Ονομάζεται και κινεόλη. Λαμβάνεται κυρίως από το ευκαλυπτέλαιο. Είναι υγρό με οσμή ευκαλύπτου. Έχει σημείο βρασμού 176°C, ειδικό βάρος 0,930 και είναι οπτικά ανενεργή στο πολωμένο φως. Μπορεί επίσης να σχηματιστεί …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενοξείδιο — Εσωτερικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλης, που παρασκευάζεται με την προσθήκη σταγόνων οξικού β χλωριαιθυλίου Cl CH3 CH2 Ο CO CH3 σε μείγμα καυστικού καλίου με μορφή σκόνης και άμμου. Λέγεται και οξιδοαιθάνιο. Πρόκειται για αέριο που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ἐσωτερικοί — ἐσωτερικός inner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτερικούς — ἐσωτερικός inner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτερικῆς — ἐσωτερικός inner fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτερική — ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»